- λιτροδόκη
- λιτροδόκη, ἡ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιτροδόκη — λιτροδόκη, ἡ (Α) κιβώτιο όπου φυλάσσονταν λίτρες («λίτρα, τὴν νομισματοδόκην καλοῡσι τὴν αυτὴν δὲ καὶ λιτροδόκην καλοῡσι», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόκη σιτο δόκη] … Dictionary of Greek
λιτροδόκην — λιτροδόκη box for holding fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίτρα — η (AM λίτρα) νεοελλ. 1. παλαιά ονομασία τού λίτρου 2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων τής αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια νεοελλ. μσν. βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 τού δουκάτου μσν. μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 τού μοδίου… … Dictionary of Greek